-
1 άρτης
ἄ̱ρτης, ἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἄ̱ρτης, ἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἄ̱ρτης, ἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρτάωfasten to: pres ind act 2nd sgἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἄρτης
ἄ̱ρτης, ἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἄ̱ρτης, ἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἄ̱ρτης, ἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρτάωfasten to: pres ind act 2nd sgἀρτάωfasten to: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 πυλ-άρτης
πυλ-άρτης, ὁ, Beiwort des Gottes der Unterwelt, der die Thore der Unterwelt fest angefügt oder verschlossen hält, oder, nach Apion, ὁ ταῖς πύλαις προςηρτημένος, der Thürhüter der Unterwelt, wie πυλωρός, Ἀΐδαο πυλάρταο, Il. 8, 367. 13, 415, Od. 11, 277.
-
4 ποταμο-δι-άρτης
ποταμο-δι-άρτης, ὁ, der Einen über den Fluß setzt, Artemid. 4, 66.
-
5 τρωξ-άρτης
τρωξ-άρτης, ὁ, Brotnager, kom. Mäusename, Batrach.
-
6 ἐπ-αρτής
-
7 πυλαρτης
-
8 Τρωξαρτης
-
9 δειγματοάρτης
A inspector of the market, POxy.63.8 (ii/iii A.D.), PLond.3.1159.39 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειγματοάρτης
-
10 νεκροάρτης
A = νεκρεπάρτης, AJP34.448 ([place name] Egypt).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροάρτης
-
11 ἀντάρτης
ἀντ-άρτης· τύραννος, ἐπιβαίνων βασιλεῖ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντάρτης
-
12 ἐπαρτής
ἐπ - αρτής, ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπαρτής
-
13 πυλάρτης
πυλ - άρτης, ᾶο: gate - closer, doorkeeper of the nether world, w. κρατερός, epith. of Hades, Il. 8.367, Od. 11.277.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πυλάρτης
-
14 ἐπαρτής
ἐπ-αρτής, ές, bereit, gerüstet, fertig -
15 ποταμοδιάρτης
ποταμο-δι-άρτης, ὁ, der einen über den Fluß setzt -
16 πυλάρτης
πυλ-άρτης, ὁ, Beiwort des Gottes der Unterwelt, der die Tore der Unterwelt fest angefügt oder verschlossen hält, oder ὁ ταῖς πύλαις προςηρτημένος, der Türhüter der Unterwelt -
17 τρωξάρτης
τρωξ-άρτης, ὁ, Brotnager, kom. Mäusename -
18 πύλη
Grammatical information: f.Meaning: `wing of a door, gate', mostly in plur. `door, gate', esp. of town-gates, gates of an camp a. the like (Il.); `entrance, access, bottleneck etc.', also as PlN (Pi., Emp., IA.).Compounds: Several compp., e.g. πυλ-άρτης m. `gate-closer', adjunct of Hades, also as PN (Hom.), to ἀρ- in ἀραρίσκω (s.v.) with univerbating τη-suffix (Bechtel Lex. s.v., Fraenkel Nom. ag. 1. 31 w. n. 2); πυλ-ωρός, ep. πυλᾰ-ωρός, Hdt. πυλ-ουρός, H. πυλ-αυρός (Dor.), - ευρός (Ion.) `gate-keeper, guard' (Il.); on the comp.vowel and 2. member s. on ὁράω and Schwyzer 438, Leumann Hom. Wörter 223 n. 20: 2c, Chantraine Gramm. hom. 1, 161; ἑπτά-πυλος `with seven gates' (ep. lyr. Il.); PlN Θερμο-πύλαι pl. (Simon., Hdt. etc.); the Att. orator a.o. for it Πύλαι, cf. Risch IF 59, 267.Derivatives: 1. Dimin. πυλ-ίς, - ίδος f. (IA.); 2. - ώματα pl. n. `gate' (A, E.; cf. Sommer Zum Zahlwort 9 n.1), formal enlargement (Chantraine Form. 186f.); 3. - εών (sp.), - ών (Arist., hell.). -( ε)ῶνος m. `gate-space, gateway, gate-building'; 4. Πυλ-ᾶτις, - ιδος f. `belonging to Πύλαι' (S. in lyr.), -αϊ̃τις, - ιδος f. `belonging to a gate' (Lyc. 356; for Πυλᾶτις?; cf. Redard 10 a. 212). 5. πυλαῖος `belonging to a gate' (late), `belonging to Πύλαι' (Demeter; Call.); PN Πύλαιος (Β842); Πυλαία, - ίη f. adjunct of the amphictyonian meeting in Πύλαι (IA.); from it Πυλαιασταί m. pl. prop. *"members of Πυλαία" (on the formation Fraenkel Nom. ag. 1, 175ff.; hardly correct Bechtel Dial. 2, 655), metaph. `mountebank, liar' (Phot., Suid.; Rhod. after H.); prob. also πυλαϊκός `conjurer-like' (late). 6. Denom. verb πυλ-όομαι, - όω `to be(come) provided with gates' (Ar., X.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: As opposed to the inherited θύρα without etymology; so prob. technical LW [loanword] like many other expressions of architecture (e.g. μέγαρον; s. also Schwyzer 62). Vain attempts at interpretation in Bq (rejected). -- So prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 2,623-624Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πύλη
См. также в других словарях:
Άρτης, νομός — Νομός (1.612 τ. χλμ., 78.134 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τον νομό Ιωαννίνων, στα Δ με τον νομό Πρεβέζης, στα Α με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και… … Dictionary of Greek
Άρτης, Χρήστος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Άρτα και ζούσε στο Μεσολόγγι. Παντρεύτηκε την κόρη του προκρίτου Αναστάσιου Καψάλη. Διορίστηκε γενικός φροντιστής του φρουρίου και πολέμησε σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου, αλλά από τις κακουχίες… … Dictionary of Greek
ἄρτης — ἄ̱ρτης , ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρτης , ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ρτης , ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρτάω fasten to pres ind act 2nd sg ἀρτάω fasten… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek
νεκροάρτης — νεκροάρτης, ὁ (Α) νεκρεπάρτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθ άρτης, πυλ άρτης] … Dictionary of Greek
Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… … Dictionary of Greek
κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
καρύα — Ονομασία δεκατεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 234 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 36 χλμ. ΒΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας. 2. Ορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
πηλοάρτης — ὁ, Α ο εργάτης, ο οικοδόμος που σηκώνει και μεταφέρει τον πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω»), πρβλ. νεκρο άρτης] … Dictionary of Greek
Αγία Παρασκευή — Ονομασία 33 οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 230 μ., 56.836 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του Υμηττού σε απόσταση 10 χλμ. βορειοανατολικά των Αθηνών, σε πευκόφυτη περιοχή … Dictionary of Greek